Η Μπέττυ Αρβανίτη είναι η ''Φόνισσα'' του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη και οι πέντε νεότεροι συνάδελφοι της τα φυσικά πρόσωπα που πρώτα αφηγούνται τα κρίματα της και μετά τη δικάζουν ενώπιον του κοινού. Σαν μπαίνεις στο θέατρο της οδού Κεφαλληνίας βλέπεις τη Φραγκογιαννού της Αρβανίτη και του Στάθη Λιβαθινού κουλουριασμένη μέσα σ' ένα λάκκο γεμάτο άμμο - αυτό είναι και το μοναδικό πολύ γήινο ντεκόρ της παράστασης που απ' τη μια θυμίζει ρινγκ κι απ' την άλλη ρωμαϊκή αρένα. Θέλει κότσια να προσαρμόσεις ένα κλασικό αριστούργημα της ελληνικής λογοτεχνίας στις ανάγκες μίας θεατρικής παράστασης 105 λεπτών. Κινδυνεύεις εξ αρχής να χάσεις την πεμπτουσία ενός τόσο πυκνού και μεστού κειμένου, περιορίζοντας ενδεχομένως τη δράση του. Διότι, η Φόνισσα - παρά τις αναλύσεις επί των αναλύσεων, φιλοσοφικού ή και ψυχαναλυτικού τύπου, μέσα στα χρόνια - δεν παύει να διαθέτει τη δομή ενός αστυνομικού θρίλερ, φτιαγμένου με τρομερή δεξιοτεχνία από τον Κοσμοκαλόγερο της Σκιάθου. Ο σκηνοθέτης Λιβαθινός, ωστόσο, δεν κινδύνευσε. Βοηθήθηκε από την παρουσία του ποιητή Στρατή Πασχάλη στη δραματουργική επεξεργασία, από την εμπειρία του, από την, ευτυχώς χαλιναγωγημένη, φαντασία - έμπνευση του επίσης και σίγουρα από το υποκριτικό ταλέντο της Μπέττυς Αρβανίτη σε έναν από τους δυσκολότερους ρόλους της πολύχρονης καριέρας της. Οφείλω να ομολογήσω σ' αυτό το σημείο ότι ακόμη δεν κατάλαβα για ποιο λόγο οι υπόλοιποι ηθοποιοί (Τζίνη Παπαδοπούλου, Λουκία Μιχαλοπούλου, Λίλη Μελεμέ, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Χάρης Χαραλάμπους) συστήνονται στο κοινό με τα αληθινά μικρά τους ονόματα με το που ξεκινάει η παράσταση, σα να πρόκειται για ρεπόρτερς - σχολιαστές των όσων θα παρακολουθήσουμε. Η μετέπειτα τοποθέτηση τους μέσα στο έργο, αλλάζοντας εν προκειμένω πολλές διαφορετικές περσόνες ο καθένας, κάνει περιττή την ανάγκη τους να μας συστηθούν. Παρ' όλα αυτά είναι τόσο καλά τα κεντρικά στοιχεία της παράστασης - δηλαδή οι ερμηνείες όλων των ηθοποιών, όπως και η θεατροποίηση της ίδιας της παπαδιαμάντειας νουβέλας -, ώστε πολύ γρήγορα ο θεατής παρασύρεται στον εφιαλτικό κόσμο της γριάς παιδοκτόνου και συμπάσχει τόσο με τα αθώα θύματα της, που ποτέ δε βλέπουμε, όσο και με τους άτυχους φτωχούς συγγενείς τους. Πιστεύω πως η σκηνή με την πεθερά που συλλαμβάνει τη Φραγκογιαννού να έχει πνίξει μόλις το βρέφος εγγονάκι της αποτελεί ήδη σκηνή ανθολογίας του σύγχρονου ελληνικού θεάτρου. Εξαιρετική και απόλυτα λειτουργική η μουσική του Τηλέμαχου Μούσα, πρωτότυπα τα σκηνικά - κοστούμια της Ελένης Μανωλοπούλου, αφού συνδύασαν το κλασικό με το μοντέρνο, το παλαιό με το σύγχρονο ή και το άχρονο, και λιτοί οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, διατηρώντας τους ίδιους χαμηλούς τόνους σχεδόν καθ' όλη τη διάρκεια της παράστασης. Αυτή όμως που της αξίζουν όλα τα συγχαρητήρια είναι η Μπέττυ Αρβανίτη. Κατάφερε να πλάσει μια πολυσύνθετη - ως χαρακτήρας - Φόνισσα, καπάτσα και διαβολική, μισότρελη και συγχρόνως λογική, προληπτική και ριψοκίνδυνη, βασανισμένη αιχμάλωτη των παθών και του θρησκοληπτικού περιβάλλοντος της. Θα πω κάτι που θ' ακουστεί στα όρια του κωμικού τώρα, όμως καθώς την άκουγα στα τελευταία λεπτά να αφηγείται τα τελευταία λόγια της Φραγκογιαννούς λίγο πριν τη σκεπάσουν τα νερά της θάλασσας, ο νους μου έτρεξε (ψήλωσε και μένα, όπως θα έλεγε ο Παπαδιαμάντης) στο δραματικό τέλος του...Κινγκ Κονγκ πάνω στο Empire State Building, με την ανθρώπινη πολεμική μηχανή να δίνει ένα θάνατο τραγικό στο τέρας - τόσο τραγικό, που μπορεί να μην άξιζε ακόμη και σε μια δολοφονική ύπαρξη! Αν τα καταφέρετε, περάστε οπωσδήποτε από το Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας στην Κυψέλη! Η παράσταση σκίζει, πρωτίστως γιατί αξίζει και ο όποιος ντόρος δεν έγινε τυχαία!