Δυστυχώς ο τίτλος της παράστασης, ''Καθόλου καλά'', που παρακολούθησα στον υπόγειο χώρο του θεάτρου ''Παραμυθίας'', αντικατοπτρίζει και το συνολικό αποτέλεσμα. Από που να ξεκινήσω; Από το ομότιτλο έργο της Ινδο-ιρλανδέζας Ursula Rani Sarma, που το έγραψε πριν τελειώσει – λέει – το πανεπιστήμιο και που σήμερα δουλειές της ανεβαίνουν στο National Theater του Λονδίνου; Με γειά της, με χαρά της, νά'ναι καλά η κοπέλα να γράφει για τον αγγλοσαξονικό νευρωτισμό, την παιδεραστία, τη βία και το έγκλημα, μολονότι μέρος όλων αυτών των δεινών έχουν περιγράψει πολύ καλύτερα εν είδει κινηματογραφικών σεναρίων ο Μάικ Λι ή ο Λούκας Μούντισον, έκαστος στη χώρα του. Θέλω να πω ότι στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα μπανάλ ''κοινωνικό'' έργο, αν υποτεθεί πως η μυθολογία των ''χαμινιών του Λονδίνου'' (εδώ, της γείτονος Ιρλανδίας) υπάρχει από τη βικτωριανή εποχή στη λογοτεχνία και το θέατρο και απλά προσαρμόζεται, εμπλουτίζεται και διαφοροποιείται μέσα στα χρόνια. Βλέπουμε για μία ώρα λοιπόν – η μικρή διάρκεια ανήκει στα ατού της παράστασης – την ιστορία της Κόρα και του αδερφού της, Μίκι, δύο έφηβων losers της επαρχιακής Ιρλανδίας. Η Κόρα βιάζεται από τον γιατρό γείτονα και οικογενειακό φίλο της θείας τους. Ο Μίκι τον σκοτώνει κι αμέσως μετά τα δυο παιδιά το σκάνε για τη μεγάλη ζωή στο Δουβλίνο. Σύντομα όμως συνειδητοποιούν πως ''μεγάλη ζωή'' σημαίνει απλά ''επιβίωση'' και μάλιστα οδυνηρή, αφού φτάνουν στους κατά συρροήν φόνους στην απέλπιδα προσπάθεια τους να ξεφύγουν απ' όλους κι απ' όλα. Πάμε τώρα στα καθ' ημάς:
Η παράσταση ξεκινάει με μία μάλλον αχρείαστη χορογραφία, όπου οι τρεις χαρακτήρες, τα δύο παιδιά και ο ''κακός'', χοροπηδάνε ωσάν τα κατσίκια μέσα σε εφέ καπνού και με μία ολότελα ανέμπνευστη μουσική υπόκρουση του συνθέτη Στέλιου Δάβαρη. Ίσως αν η μουσική δηλαδή ήταν πιο εμπνευσμένη, ηλεκτρονικού ύφους λόγου χάριν, να πρόσθετε κάτι στο όλο εγχείρημα, αντί να υπογραμμίζει κάθε φορά τις αδυναμίες του. Από κει και πέρα, μέσα στο μίνιμαλ – στα όρια του ανύπαρκτου – σκηνικού της Αμαλίας Θεοδωροπούλου, κάποιες οριακές σκηνές, έτσι όπως σκηνοθετήθηκαν από τον Ευθύμη Μπαλαγιάννη, άγγιξαν το όριο του κωμικού: Αναφέρομαι κυρίως στη σκηνή του βιασμού της Κόρα από τον κ. Κλούγκασι και τώρα που το ξανασκέφτομαι δεν ξέρω αν πρέπει να είμαι τόσο αυστηρός με το σκηνοθέτη ή με τους ηθοποιούς και τις ερασιτεχνικές ερμηνείες τους.
Διότι οι ερμηνείες πάσχουν από το πρώτο μέχρι το τελευταίο λεπτό της παράστασης! Η Ελένη Νασοπούλου ως Κόρα ουρλιάζει και κλαίει συνέχεια, που και ο ρόλος να το απαιτούσε θα έπρεπε σαφώς να τον έχει ''διδαχτεί'' αλλιώς. Ο, γνωστός από την τηλεόραση, Παναγιώτης Καρμάτης – Μίκι είναι πιο ''μετρημένος'' και όταν σε κάποια σημεία υποδύεται τη θεία των παιδιών, φανερώνει γνήσια κωμική φλέβα. Όσο για τον Μιχάλη Δελή - Κλούγκασι, παρ' όλο που ως φιγούρα ''γράφει'' στο θέατρο, είναι ο πιο αδύναμος ερμηνευτικά απ' όλους.
Φανταστείτε λοιπόν όλο αυτό συν το τρέξιμο που ρίχνουν οι ηθοποιοί πέρα – δώθε στη σκηνή σε μια προσπάθεια μετάδοσης του άγχους τους (αυτό το κατάφεραν!), αλλά και με τους φωτισμούς του Γιώργου Σπηλιόπουλου να αναβοσβήνουν αναίτια μέχρι οι ήρωες να πάνε απ' τη μια γωνιά στην άλλη.
Μετά το τέλος της παράστασης, αναρωτιόμουν αν απ' το πολύ alternative, την πολλή ενάλλαξη, πάθαμε...μετάλλαξη, πού'λεγε κι ένας φίλος.
Αντώνης Μποσκοΐτης