Θέλαμε να δούμε κωμωδία. Δεν το διαπραγμευόμασταν. Πάει καιρός, πότε είδαμε κωμωδία τελευταία φορά; Δε θυμόταν κανείς. Όταν φτάσαμε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, παραδεχτήκαμε, εκεί στο πηγαδάκι μας, ότι πιο πολύ θέλαμε να παρακολουθήσουμε μια παράσταση που έχουν φτιάξει φίλοι, άνθρωποι με κοινούς κώδικες, που ξέρει ο ένας τα χούγια του άλλου, άνθρωποι με χιούμορ και ωραία αύρα.
Μια μαύρη κωμωδία, με σχεδόν κοινότοπη πλοκή, αλλά με επισημάνσεις που φτάνουν στο παρόν το ίδιο επίκαιρες, στα χέρια τους. Άρα τυχερή (η κωμωδία) και μια χαρά κι εμείς. Και εγώ, στην καίρια περίοδο της ζωής μου, που τον θάνατο τον προφέρω κανονικά και με τις τρεις συλλαβές. Κάτι αρχίζει και ρολάρει..
Περιληπτικά η ιστορία του Τζο Όρτον έχει ως εξής: Πεθαίνει η κυρία του σπιτιού. Το φέρετρό της ανοιχτό έχει τοποθετηθεί στο σαλόνι. Ο σύζυγός της μεταξύ κάμποσου θρήνου και καθημερινότητας, η αποκλειστική της νοσοκόμα με επιτηδευμένη αφηρημάδα, σχεδόν μυστήρια περιφέρεται, ο γιος της με χωροχρονική σύγχυση. Μια νεκρή που σε λίγο θα κηδευτεί και τρεις ζωντανοί που μπορούν να συζητήσουν ακόμη και για το χνούδι που έχει η κόκκινη παντόφλα της νοσοκόμας. Α, υπάρχει και ο φίλος του χαωμένου γιου. Ο βοηθός του στην πρόσφατη ληστεία μιας τράπεζας. Ο πανικός είναι συγκεκριμένος: Πού θα κρύψουμε αυτά τα λεφτά; Μα φυσικά στο φέρετρο. Πώς; Βγάζοντας από μέσα τη νεκρή και κρύβοντάς την..να, ας πούμε, στη ντουλάπα. Πέρα δώθε, ατάκα, γκάφα, ατάκα, γέλιο. Μπαινοβγαίνει, εν τω μεταξύ, στο σπίτι με απαράμιλλη φυσικότητα, ένας επιθεωρητής, με σηκωμένους γιακάδες, καπέλο και το συφοριασμένο ύφος του ιχνηλάτη. Αν βρει το κλεμμένο ποσό, θα κάνει το καθήκον του: θα το κρατήσει για τον εαυτό του. Μάλιστα.
Είπα στην αρχή κάτι για χιούμορ και θα το επαναφέρω και στον επίλογο αυτού του κειμένου. Ο Μάκης Παπαδημητρίου συντόνισε μια ικανή ομάδα κρατώντας έξυπνες σημειώσεις και έχοντας σαφή στόχο. Το ίδιο το κείμενο σκάβει το λάκο του με την αβάντα που δίνει, που όμως, αν την εκμεταλλευτείς σωστά, το αποτέλεσμα δεν έχει σχέση ούτε με την επιφάνεια, ούτε με το προφανές. Ο Όμηρος Πουλάκης και ο Δημήτρης Πασσάς ταιριάζουν. Χωρίς υπερβολές, θυμίζουν πετυχημένα καρτούν, γρήγορα και μινιμαλιστικά. Δεν είχα δει τον Γιάννο Περλέγκα ποτέ σε κωμωδία. Αφνιδιάστηκα και γέλασα. Ένας ρόλος σε κίνηση διαρκώς. Πρόσωπο που συσπάται, πόδια που ημι-χορεύουν, φωνή λεπτή, χαμηλή, δυνατή, μπάσα, φωνή επιθεωρητή, φωνή διεφθαρμένου μπάτσου, φωνή στο κέντρο της εξουσίας. Η Κατερίνα Λυπηρίδου απολαυστική, το ίδιο και ο Γιώργος Μακρής που υποδύεται τον χήρο φωτογραφίζοντας απευθείας τη φιγούρα του ανθρωπάκου που μοιράζει τη ζωή του σε κουτάκια με κολλημένες ταμπέλες.
Όλοι οι ηθοποιοί, εντός και εκτός σκηνής, μαζί και ο Σπύρος Γραμμένος, που έκανε τη μουσική και εμφανίζεται στο τέλος αστραπιαία ως "ΠΟΛΥΣ", ξέρουν ότι οι πιο ασύμβατες με την ανθρωπότητα συμπεριφορές εντοπίζονται εντός των συνόρων της εξουσίας. Εκεί, συγκεντρώνονται οι υπερκαταναλωτές, εκεί όσοι δρουν με τα φρένα της ντροπής χαλασμένα.
*"Loot" στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, κάθε Δευτέρα και Τρίτη