Οι Χιλιανοί ονομάζουν τη χώρα τους χώρα των ποιητών. Η Γκαμπριέλα Μιστράλ ήταν η πρώτη Χιλιανή που κέρδισε το βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία το 1945. Ο Egon Wolff, ο Χιλιανός συγγραφέας των «Χάρτινων Λουλουδιών» είναι ένας σκέτος ποιητής για την ικανότητά του να σε κάνει να δεις την τεντωμένη λεπτομέρεια χωρίς φακό, χωρίς φόβο και με μια αίσθηση συμφωνίας μαζί του. Πείθει τους πάντες από όμοιους οξυδερκείς, επίπονους πολιτικοποιημένους, προσκυνητές της ζωής μέχρι γραφικούς «κλαψομούνηδες» (λέξη της μεταφράστριας Εύας Μπίθα που ακούγεται στην παράσταση).
Ο Μπαρακούντα, Άρης Σερβετάλης ένας περιπλανώμενος με σκληρό πετσί και συνήθη εικόνα ανθρώπου που έχει μαζέψει όλο τον ήλιο του κόσμου, όλο το νερό του κόσμου, όλη την στριγκλιά, την αποστροφή. Σκουπίζει τα ξεραμένα αίματα από τις δαγκωνιές των προνομιούχων αστών, βάζει σε σειρά τις εικόνες του, ακούει, ανασαίνει, βλέπει, φτιάχνει λουλούδια από χαρτί, μπορεί να πολλαπλασιάσει τις μέρες του γιατί κάποτε αστειεύτηκε με τη ζωή, άρα η ζωή του χρωστάει λίγη αθανασία και πολλές σωτηρίες από τη θανατηφόρα δίνη. Ο Μπαρακούντα, λοιπόν βρίσκει έναν τρόπο να εισβάλλει στο σπίτι της Εύας, Κατερίνα Λέχου με το πρόσχημα ότι κάποιοι τον κυνηγούν. Η Εύα είναι ό,τι δεν είναι ο Μπαρακούντα. Αυστηρή, λεπτεπίλεπτη, με καθορισμένες στιγμές, αυστηρή, με προγραμματισμένο ωράριο και ξύλινο γυναικείο βάδισμα. Ξυπνάει, τρώει, δουλεύει, γυρίζει, τρώει, κοιμάται. Τον δέχεται και από εκείνη τη στιγμή τα πλάνα της πάλης των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων προσωπικοτήτων διαδέχονται το ένα το άλλο με υπερβολική ταχύτητα. Όλα συμβαίνουν σ’ ένα σπίτι που πάσχει από έλλειψη χαράς, δοτικότητας, παρέας, μοιράσματος και φαντασίας. Μου θύμισε τα σπίτια των χλωμών υπάρξεων με την εργασιομανία και τις πολυπληθείς συναντήσεις. Αυτές οι υπάρξεις δειπνούν σε κουτσά τραπέζια με μία καρέκλα, πίνουν κρασί για ένα άτομο, κοιμούνται σε τεράστια κρεβάτια και μιλούν μόνο για το γιγάντιο Εγώ τους. Σ’ αυτό το σπίτι η αστή χρησιμοποιεί την πιο δηκτική φωνή της απέναντι στον αινιγματικό τύπο. Σφίγγεται να διαφοροποιηθεί απέναντι στο αλητάκι των δρόμων. Ώσπου οι ρόλοι αντιστρέφονται και το αλητάκι καταφέρνει να γυρίσει τον τροχό που δεν μπόρεσε να γυρίσει στον έξω κόσμο με τα εκατομμύρια των ανθρώπων, των πάνοπλων και άοπλων. Η Εύα είναι αληθινή, όταν παραδέχεται ότι ο παράξενος κυνηγημένος είναι ένας αστείρευτος ποταμός από ιδέες, πρόσωπα, συναντήσεις. Αυτός όμως είναι προαποφασισμένος να φυσήξει με χίλια μποφόρ στο σπίτι της ήσυχης γυναίκας, να κάμψει την τάξη της και να «κλείσει» τη διαδοχή των εικόνων με την πιο ανατριχιαστική εικόνα: αυτή της τσαλακωμένης καμέλιας, γιατί η Εύα έτσι καταλήγει, σαν μια τσαλακωμένη καμέλια, σαν το χάρτινο λουλούδι που έφτιαχνε με τα χέρια του ο Μπαρακούντα. Ένα δέντρο κομμένο από τη ρίζα που προσφέρει τα κλαδιά του για να το σύρεις και να το πας όπου θες.
Από παντού και κάθε στιγμή η σήμανση για αγάπη, τρυφερότητα. Ένα σώμα για στήριξη, ένα χέρι για ίσιο βάδισμα, μια ζεστή φωνή για ήσυχους ύπνους. Και τα δύο πρόσωπα του έργου, μια αντιπροσωπευτική δυάδα σε όποια στιγμή του παρελθόντος και να κοιτάξεις. Δύο πρόσωπα μόνα, έγκλειστα, δύστροπα στο πλησίασμα, καχύποπτα. Παλεύουν, δεν περπατούν παράλληλα, γκρεμίζονται, όταν η ανάγκη πλησιάζει την αλήθεια, φεύγουν, καταστρέφουν, τρέμουν στη ζέστη και δρουν στο κρύο.
Αγάπη μωρέ. Χωρίς λόγια, χωρίς σκέψη. Αγάπη.
Μετάφραση, φωτισμοί παίρνουν δεκάλεπτο, ακούραστο χειροκρότημα. Νοερή, ζεστή χειραψία στον σκηνοθέτη Κώστα Φιλίππογλου που αρκετές στιγμές νόμιζα ότι βρισκόμουν σε κινηματογραφική αίθουσα, το «κάτι παραπάνω» σαν να αποδόθηκε με τον τρόπο που αποδίδεται στον εκ των πραγμάτων ευνοημένο κινηματογράφο. Σε άμεση σχέση με τους προηγούμενους και ο σκηνογράφος-ενδυματολόγος Γιάννης Μετζικώφ.
Και ήρθε η ώρα των πομπών της μαγείας και της αλήθειας. Του Άρη Σερβετάλη και της Κατερίνας Λέχου. Ο Σερβετάλης, αν συνεχίσει έτσι σε λίγο το όνομά του θα προστεθεί στο πάγιο που λέει στον ηθοποιό (δε θυμάμαι ακριβώς) : «Απόφευγε να παίζεις μαζί με μικρά παιδιά και σκύλους, κλέβουν την παράσταση.» Και με τον Άρη Σερβετάλη είναι λοιπόν παρακινδυνευμένο γιατί κουρδίζει αυτόματα το βλέμμα του θεατή να βλέπει μονάχα αυτόν και κανέναν άλλον. Πόσο καλός είναι! Πόση ώρα να του παίρνει άραγε μετά την παράσταση να γίνει ο ήσυχος άνθρωπος με το ποδήλατο που βλέπω καμιά φορά στο δρόμο; Η Κατερίνα Λέχου ενδιαφέρουσα παρουσία. Αληθινή πέρα για πέρα, δε μέτρησε στο ελάχιστο το συναίσθημα, το άφησε να κατρακυλήσει και να διαμορφώσει ένα πρόσωπο με δυνατότητες και χρησιμότητα. Απαλλαγμένη από κάθε πόζα που θα της «λιγόστευε» το αποτέλεσμα και από τη σύμφυτη χάρη της ωραίας παίρνει την ηρωίδα του Wolff στα χέρια με ευλάβεια τελειόφοιτης φοιτήτριας. Συμφιλιώνεται και κερδίζει.
Παίζεται Δευτερότριτα. Και ο δρόμος σας να μη σας βγάζει στα Ιλίσια πηγαίνετε. Ακόμα και μόνοι. Και πάρτε φεύγοντας και ένα κομμάτι χαρτί για ενθύμιο, απ’ αυτά που πέφτουν απ’ το ταβάνι της σκηνής. Ένα ξέφυγε και το μάζεψα. Σε λίγα χρόνια θα έχει μεγάλη αξία.
ΥΓ Τη στιγμή που ο Σερβετάλης μέσω του ρόλου του λέει πως του αρέσει να φτιάχνει έπιπλα, να τα παίρνει και να τα μεταμορφώνει σε αντικείμενα με φαντασία θυμήθηκα ότι ο συγκεκριμένος και στην πραγματικότητα ασχολείται με κάτι τέτοιο. Το θυμήθηκα και χαμογέλασα. Δε νομίζω να υπήρχε άλλος που να θυμόταν αυτή την τόση δα σπάνια λεπτομερειούλα.
Δραματοποιημένο Μυθιστόρημα του Έγκον Γουλφ
Σκηνοθεσία: Κ. Φιλίππογλου
Ερμηνεύουν: Κ. Λέχου, Άρ. Σερβετάλης. Καλλ. συνεργασία: Φρ. Κορρού. Μετάφρ.: Εύα Μπίθα. Σκην.-κοστ.: Γ. Μετζικώφ. Μουσ.: Lost Bodies. Φωτ.: Μ. Μάσχα
Comments
RSS feed for comments to this post