Λύσσα ο έρωτας, χάδι ο έρωτας,
κόκκινα μάτια μου μη με ρωτάς. Σ. Μ.
«Η Λίλα λέει» παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο θέατρο. Το κείμενο του Σιμώ με εξέπληξε. Η μετάφραση και η παράστασή του επίσης. Ο χώρος που χώρεσε τους δύο εφήβους, την Λίλα και τον Σιμώ, ήταν γεμάτος από μεγάλες, μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Και ένα μαύρο, μικρών διαστάσεων, τραπέζι. Επικρατεί το μαύρο. Όπως ακριβώς επικρατεί και στο παρισινό προάστιο που μένουν η Λίλα και ο Σιμώ. Υπάρχει όμως μια εντελώς αντίθετη εικόνα που νοθεύει τη μαυρίλα και δημιουργεί την προοπτική. Και αυτή είναι η εικόνα της Λίλας. Μικρή, λεπτή, διάφανη, φωτεινή, με φωνή μικρού παιδιού και αθώο χειρισμό της πραγματικότητας. Μια φυσική ξανθιά, εμμονική με το σεξ, αλλά με τρόπο εξερευνητικό και όχι μηχανικό. Μιλάει μια γλώσσα που αν την μιλούσε, ας πούμε, στην τηλεόραση, οι πάντες θα προέτρεπαν για απομάκρυνση των παιδιών απ' την οθόνη. Ο Σιμώ είναι ένα βήμα πριν την αφομοίωση, μια ανάσα πριν την παραίτηση. Μέχρι που την γνωρίζει. Αυτή του μιλάει για τις εμπειρίες της, τα "θέλω" της, του μειώνει την απόσταση με το άγνωστο υποστηρίζοντας ότι νιώθει έντονη την ανάγκη να χαρίσει όσες περισσότερες εικόνες μπορεί σε αυτόν που θα αγαπήσει. Να περνούν από μπροστά του σαν ταινία. Να μην "κοιμάται". Να υπάρχει μέσα στη ζωή, να εξαρτάται από το ωραίο και το φως. Να είναι όλα κάτω από τον ορισμό της ακρίβειας και της πραγματικής θέλησης. Ο Σιμώ απορρυθμίζεται, του αρέσει, κινητοποιείται, αντιλαμβάνεται την διαφορετικότητα αυτού του κοριτσιού. Μια διαφορετικότητα που θα τον εμπνεύσει. Αρχίζει το γράψιμο..
Τι είναι στ' αλήθεια αυτό το κορίτσι; Σε ποια κατηγορία ανήκει; Γιατί δε μοιάζει με κανέναν; Ο Σιμώ μπροστά σ' αυτή την αναζήτηση μιας καθαρής εικόνας, τοποθετείται απέναντί της με συναισθήματα που θα μπορούσες να τα πεις και ερωτικά. Βαθιά, που να θυμίζουν αγάπη.
Η Λίλα δεν είχε κάνει τίποτα απ' όσα έλεγε με θάρρος και πολύ λεπτές λεπτομέρειες στον Σιμώ. Αυτό λέει το τέλος της ιστορίας. Τίποτα, αλλά μπόρεσε και την έλλειψη αυτή την έκανε ολοκληρωμένη εμπειρία. Τόσο που η επάρκειά της έγινε πηγή έμπνευσης για ένα αγόρι που κόντευε να πνιγεί στην απραξία και την ανακύκλωση. Μια θηριώδης ιστορία έρωτα ή έλξης οφείλει το μέγεθός της μόνο στις διαθέσεις. Υπάρχει, ανεξάρτητα από το περιεχόμενο του παρελθόντος και τις έμπρακτες πλευρές των πρωταγωνιστών της. Ικανότητα είναι να μπορείς να έχεις σε προσχέδιο τον πρόλογο και τον επίλογο. Όλα τα υπόλοιπα είναι απλές ευκολίες. Και επίσης τίποτε εκτός του έρωτα δεν μπορεί να μετακινήσει τα πράγματα. Στην ανυπαρξία του, τοποθετείσαι μοιραία μαζί μ' αυτούς που έχουν εκμετρήσει τις μέρες τους.
Το ζευγάρι, Σιμώ και Λίλα, Βασίλης Μαυρογεωργίου και Λένα Δροσάκη, έχει σκηνική αρτιότητα. Ταιριάζουν, ακούνε, νιώθουν, αισθάνονται. Ο Μαυρογεωργίου με ευδιάκριτα τα όρια ανάμεσα στα συναισθήματα δημιουργεί έναν τύπο γήινο και υπαρκτό. Χωρίς να υπερθεματίζει, χωρίς να 'χει στον νου ότι "εκτίθεται". Δεν ξέρω, αν θα μπορούσε να υπάρξει πιο κατάλληλη Λίλα από την Λένα Δροσάκη. Που να μιλάει τη γλώσσα των εραστών σαν να απαγγέλει Paul Valery.
Η Μαριάννα Κάλμπαρη και ο Βασίλης Μαυρογεωργίου, που σκηνοθέτησαν την παράσταση, ξέρουν καλά πώς μπορεί ένα Υπόγειο να είναι μόνιμα φωτισμένο. Από τις δικές του πηγές ενέργειας.
11/3/2015