Ήντονε μια νύχτα του χειμώνα, που το κρυγιό μας τρυπούσε τα κόκαλα όντε πήγαμε στο θέατρο Βιχτώρια να δούμε λέει ένα έργο,τη Χίλντα. Για να λέμε την αλήθεια, δεν το κατέχαμε το έργο τούτο αλλά ερωτήξαμε, καλό είναι μας είπανε και έτσι εβρεθήκαμε στο Βιχτώρια.
Εξεκίνησε το έργο μ' ένα παλικάρι, αψηλό,αδύνατο, με κατσαρά μαλλιά,φαινούντανε προκομμένο κοπέλι, ήντονε μάστορας και ήφτιαχνε το ράδιο μιας κυρίας του καλού κόσμου. Αυτή έτσι καλοβαλμένη έμοιαζε και μια ολιά φαντασμένη που μίλιενε και μίλιενε,ω τη παντέρμη σταματημό δεν είχε και ήψαχνε μία υπηρέτρια να τση φροντίζει το σπίτι και τα κοπέλια γιατί αυτές οι κοντέσες δεν έχουνε χρόνο να κάμουνε το νοικοκεριό τους.
Το λοιπός, αυτός ο μάστορας είχενε μια γυναίκα σαν το κρυγιό νερό ωραία και είπε η κερά αυτή ότι τη θέλει τη γυναίκα ντου και το κοπέλι ήκαμε να φέρει αντίρρηση αλλά αυτή φαίνεται είχε ανάγκη μεγάλη για γυναίκα στο σπιτικό τζη και απαίτησε και τον επίεζε και συμφωνήσανε και κλείσανε την δουλειά.
Και πήγε η Χίλντα φαμέγια στο σπίτι της ψωροφαντασμένης και στείλανε και τα κοπέλια τζη στο παιδικό σταθμό με έξοδα τση κεράς της γιατί αυτή ήτανε υπηρέτρια κι ο άντρας ηλεκτρολόγος και δεν επροκάμανε να τα καταστέσουνε και θα τα αφήνανε βρωμεσμένα κι αμαγέρευτα.
Η κερά αυτή επλήρωνε καλά,ήτανε κουβαρντού και την αγάπαγε τη Χίλντα μόνο που με τσι μέρες την άφηνε να πορίζει όλο και λιγότερο.Και πήγαινε ο άντρας τζη και την ήψαχνε και στεναχωριούντανε αλλά η κερά του 'λεγε ότι δεν γίνεται να την εδεί και του δινε λεφτά και ήφευγε αυτός και πήγαινε στο σπίτι του και μήτε αυτός ήβλεπε τη Χίλντα μήτε και μεις.Και ξάνοιγα τη φίλη μου και σκεφτούμουνα ''Μωρη ση η Χίλντα, απού λέει τ' όνομα τζη η αφίσα,δεν θα βγεις ποτές;Ίντα γίνεται παέ;''
Και πάει η κερά στο σπίτι τση Χίλντας, που δεν της άρεσε γιατί αυτή ήτανε μαθημένη αλλιώς,στα πλούτη και τα μεγαλεία, και λέει ο άντρας τζη ''θέλω τη γυναίκα μου'' και αυτή του πετά τα λεφτά στα μούτρα και μετά του ρίχνεται.Ανάθεμα το το βρωμοθύληκο. Και σκουντώ τη φίλενάδα μου στη χέρα γιατί αυτή η κερά φαινούντανε ότι ήτανε ρηγούσα από την αρχή.Όφου Παναγία μου!Ερίχτηκε τ' αθρώπου.Κι αυτός δεν ήκαμε πράμα αλλά μετά την ήδιωξε κι ήφυγε αυτή.
Κι η Χίλντα ακόμα άφαντη. Μνήστητι μου Κύριε ίντα γίνεται σε τουτονά τον κόσμο.Και σκεφτούμουνα εγώ ''Γιάντα δεν δίνει μια κάτω τον κάμπο να πάει να βρει τα κοπέλια τζη;Περίεργα πράματα''.Και τα κοπέλια κλαίγανε, κι ο κύρης τζη επίνουνε και τη ήψαχνε και πήγε και εβάραγε τζη πόρτες κι ήκοψε τη χέρα του και φώναζε και χτυπούσε και την εζήτουνε αλλά πράμα.Κεινιά η κερά την είχενε σαν κούκλα και την ήντυνε και τση κοβε τα μαλλιά,μονο κορδέλα δεν τζ' ήβαλε να την έχει σαν τον κάτη.
Και δίνει μια αυτός και φεύγει και ήπεσε χάμε από τη στεναχωρία του και δεν μπόριεναι να συνεχίσει.Κρίμα το κοπέλι να μπλέξει με τση κουζουλές.Έπειτα κανονίσανε να συναντηθούνε γιατί οι πλούσιοι θα κάνανε ταξίδι στο Παρίσι και ήθελε να δει ο μάστορας ο καψερός τη γυναίκα του για τελευταία φορά. Έτσι πήρε η κερά τη Χίλντα την ήβαλε στ' αμάξι και την πήγε στο σπίτι του αντρός τζη απ όξω.Και πήγε αυτός και την θώριεναι από το παραθύρι τ' αμαξού.Και λέω τώρα θ' ακούσομε ότι έδωσε μια η Χίλντα και ήφυγε με τον άντρα τζη.Βρε!Εκιέ εκάθισε.Στο αμάξι μέσα.
Γνωρίσαμε και την αδερφή τση Χίλντας που εφρόντιζε τα κακορίζικα τα κοπέλια που τα άφησε η μάνα τους και ο πατέρας τους πήγαινε να κουζουλαθεί από τον καημό ντου.Αλλά κεινιέ φαινότανε από την αρχή ότι ήτανε ζουρίδα κι άμα εγιάγυρε η κυρία από το Παρίσι και συναντήθηκε με τον άντρα τση Χίλντας μάθαμε ότι του κωλοτρίφτηκε και τα κάμανε χωριό.Αν είναι πότε δυνατόν.Να την κρεμάσουνε ήπρεπε στην πλατεία του χωριού που μας το παιζε και θλιμμένη.
Όμως η Χίλντα,που δεν την είδαμε ποτέ,άλλαξε,ήχασε λέει τη ζωντάνια της,δεν ήτανε πια καλή φαμέγια και θέλανε να την εστείλουνε οπίσω.Μα ούτε κι ο κύρης τζη την ήθελε γιατί τον επλήγωσε που δεν επροσπάθησε να φύγει,να το σκάσει ή στην τελική να ρίξει λανέιτ στο τσικάλι,να ψακώσει την κερά και να γιαγύρει στον άντρα τζη και στα παιδιά τζη και δεν την ήθελε ούτε αυτός πίσω.Ήστησε το σπιτικό ντου από την αρχή με την αδερφή τση Χίλντας απού της έμοιαζε κι όλας.Κι ήνιωσα μέσα μου μια εγκατάλειψη και μια απελπισία γιατι τη Χίλντα μας δεν την ήθελε πια κανείς.
Και η κερά ήμηνε αμοναχή τζη κ' ήρπαξε ένα μικρόφωνο κι ήρχισε να τραγουδεί και μείναμε όλοι αγάλματα.Την παντέρμη ωραία που τραγούδιενε.Ωσάν τ' αηδόνι.Κι ήβαλε κλάμματα και τα βάλαμε και μεις και τελειώσε η παράσταση και άφωνοι φύγαμε κι άφωνοι πήγαμε στα σπίτια μας γιατί κάποια συναισθήματα δεν είναι μπορετό να τα εκφράσεις.
16 Απριλίου 2015
Ε.Χ