Της Χρύσας Φωτοπούλου
Γράφηκε το 1893 και πλάι του υπάρχει ο χαρακτηρισμός ‘’ μελόδραμα’’. Ξεκινώ από το τέλος: Η παράσταση στο 104 Κέντρο Λόγου και Τέχνης είναι συγκλονιστική. Πήγα προκατειλημμένη και με φόβο ότι θα φύγω με τσακισμένη ψυχολογία, αλλά έκανα λάθος. Μέσα σ’ ένα λιτό σκηνικό ( υπάρχουν μόνο: ένα σπαστό κρεβάτι -που λειτουργεί και σαν φέρετρο- με παιδικά σεντόνια, ένα κομοδίνο, ένα παιδικό σκαμπό –απ’ αυτά που υπήρχαν στα παιδικά δωμάτια στα τέλη της δεκαετίας του ’80 και ένα παραπέτασμα από λινάτσα που χωρίζει το προσκήνιο από το παρασκήνιο, ) εκτυλίσσεται η ιστορία της Χάνελλε, ενός 14χρονου κοριτσιού που θέλει να φύγει από τη ζωή και να πάει να συναντήσει τη νεκρή μητέρα της. Ένα αθώο και θρησκόληπτο παιδί ( αυτό αυτόματα της δημιουργεί ανά πάσα στιγμή ενοχές μήπως η οποιαδήποτε πράξη της δε βρίσκει σύμφωνο τον καλό Χριστούλη) γυρνά την πλάτη στην σκληρότητα, τη μιζέρια, τη βία που έχει η ζωή στη γη και επιχειρεί μια ανύψωση στους ουρανούς χρησιμοποιώντας τη φαντασία που στα παιδικά μυαλά αν μη τι άλλο υπάρχει μπόλικη και μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο για ανώτερες πράξεις. Ο πατριός της, ένας φτωχός μέθυσος που την κακοποιεί ( το διαχρονικό πρόσωπο της πιο στυγνής βίας, αυτής απέναντι σε παιδιά), Ο γιατρός Βάxλερ και η αδελφή-νοσοκόμα Μάρθα δύο πρόσωπα που στέκονται κοντά στη μικρή Χάνελλε μέχρι το τέλος. Η συνύπαρξη του ρεαλιστικού και του υπερρεαλιστικού επιτυγχάνεται άψογα και αυτό οφείλεται στην αποτελεσματική προσέγγιση του νεαρού, αλλά ταλαντούχου σκηνοθέτη Θάνου Τοκάκη. Πέντε ηθοποιοί εναλλάσσονται σε διάφορους ρόλους πλαισιώνοντας τη μικρή Χάνελλε η οποία πρωτοτυπεί μιας και βλέπει τον θάνατό της με ματιά σχεδόν χιουμοριστική, τον υποβαθμίζει, της είναι αδιάφορος, αυτή θα συνεχίσει να ζει κάπου αλλού, κάπου καλύτερα. Η Ειρήνη Φαναριώτη που την υποδύεται καταφέρνει να είναι η πιο άρτια ακροβάτισσα ανάμεσα στο γήινο και το υπερφυσικό, το μελό και το κωμικό, τη ζωή και το θάνατο (δε θα ξεχάσω το βλέμμα της). Όλοι τους έχουν φωνές που ‘’ τις κάνουν ό,τι θέλουν’’ από συριστικό ψίθυρο μέχρι βροντόφωνο μοιρολόι. Η πρώτη σκηνή με τους πέντε ηθοποιούς-ντυμένους με κουρέλια- να γυροφέρνουν μιλώντας ο ένας πάνω στον άλλο, ακαταλαβίστικα και εκνευριστικά ίσως, είναι το πιο ακριβές συνώνυμο (που βρήκε ο σκηνοθέτης) της μιζέριας και της φρίκης. Η μουσική είναι του Φώτη Σιώτα και η επιμέλεια της κίνησης της Σεσίλ Μικρούτσικου. Αν δεν υπήρχαν, δεν ξέρω, αν θα είχα συλλάβει την αρχετυπική μορφή της αρμονίας όπως τη συνέλαβα χθες βράδυ. Κάπου κάπου στην παράσταση, κάνει είσοδο (με τρόπο που δεν ξενίζει καθόλου- πώς το κατάφεραν;) το ποπ στοιχείο, κατευθείαν από την εποχή του ’80 με τα ξέφρενα λικνίσματα και τις πολύχρωμες στρομπομπάλλες. Το τραγούδι των Abba "You are a dancing queen" υπάρχει σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, άλλοτε στο σιγανό, άλλοτε στη διαπασών. Είναι το τραγούδι που τραγουδάει με πάθος και ένταση η Χάνελλε λίγο πριν πέσει η αυλαία, το τραγούδι της εξαΰλωσης της. Ενώ θα έπρεπε να μου κακοφανεί ο θάνατός της, κάθε άλλο μου έφερε ανακούφιση. Ίσως γιατί τον επέλεξε, όχι με τη δειλία του αυτόχειρα, αλλά με την τόλμη αυτού που αγαπάει τη ζωή!
Comments
RSS feed for comments to this post