Το θεατρικό αναλόγιο βρήκε την εποχή του. Αυτήν εδώ την εποχή. Δεν είναι μόνο το γεγονός ότι διευκολύνεται η ύπαρξή του σε έναν θεατρικό χάρτη που χωράν τα πάντα, περισσότερο είναι η συνειδητοποιημένη θέληση του θεατή να εστιάσει στο κείμενο. Να ακούσει και να αποκωδικοποιήσει τις σιωπές του. Να το συνδέσει με μια φωνή. Μέχρι εκεί. Χωρίς τη βοήθεια καμίας όψης. Χωρίς τη μεσολάβηση κανενός σκηνοθέτη. Χωρίς να υπάρχει το "ιστορικό της ερμηνείας που έχει προηγηθεί".
Το έργο είναι ολόκληρο μπροστά. Και ο ακροατής δεν έχει να κάνει τίποτε άλλο παρά να διακρίνει την πρόθεση του συγγραφέα.
Τον τελευταίο καιρό, παρατηρείται ιδιαίτερο ενδιαφέρον κάθε φορά που ανακοινώνεται κάποιο θεατρικό αναλόγιο. Και το ενδιαφέρον δε σταματάει εκεί. Στην εκδήλωση ενός πρόωρου ενθουσιασμού. Οι αίθουσες γεμίζουν, οι άνθρωποι το λένε, το φωνάζουν, ξαναπάνε. Πάρε παράδειγμα την "Κατερίνα" με την Λ. Παπαληγούρα στο Θησείον. Προστίθενται παραστάσεις και επιπλέον μαξιλαράκια για τους τρελαμένους. Τον Ρίλκε που θα ξαναδιαβαστεί, στον "Προσωρινό", από τις Μουτούση, Λαζαρίδου, Τριανταφυλλίδη. Τον Κόντογλου της Κονιόρδου. Τον "Αίαντα" στο "Κυκλάδων". Όσα γίνονται και στις υπόλοιπες πόλεις. Σε μουσεία, καφέ, βιβλιοπωλεία, υπόγεια, θεατρικές αίθουσες.
Και μόνο η φράση "Ο Τάδε διαβάζει Τάδε" εμπεριέχει και την προσωπική άποψη αυτού που διαβάζει. Την αόρατη σχέση που έχει συνάψει ο ηθοποιός-αναγνώστης με τον συγγραφέα.
Αυτό με τον Ρίλκε το είχα χάσει, αλλά τώρα δεν το χάνω με τίποτα.
Χ.