Στην Επιδαύρια παράσταση του «Φιλοκτήτη», που σκηνοθέτησε ο Κώστας Φιλίππογλου, συνάντησα τον Οδυσσέα, στο σώμα του Μαρκουλάκη, άκουσα τον Νεοπτόλεμο στη χροιά του Χειλάκη, γνώρισα τον Φιλοκτήτη, που κατοίκησε στον Μαρμαρινό.
Για να σε συνεπάρει κάτι, σκέφτομαι, πρέπει εν αρχή να ΄ναι οικείο. Κι εδώ, δεν εμπλέκονται θεοί. Εδώ, διαφωνούν άνθρωποι με ανθρώπους. Έρημος, βαρύς και μόνος ο Φιλοκτήτης, πονάει, λυπάται και το δηλώνει με τρόπο που δεν αντιστοιχεί σε ήρωα. Τον συμπαθώ, πονάω όσο αυτός. Ο Οδυσσέας, με το δίκιο του χρέους και της λογικής, σκαρφίζεται πονηριές για το κοινό καλό. Τον δικαιολογώ. Βλέπω τον Νεοπτόλεμο, που πότε αυθόρμητα αγαπά και πότε αυθόρμητα υπακούει, πάνω στις τραμπάλες του σκηνικού, διχασμένος ανάμεσα στους πολλούς που θέλουν να κερδίσουν τον πόλεμο και στον έναν που θιγμένος, θέλει να μείνει μακριά απ’ αυτόν. Συμπάσχω.
Τρεις άντρες αντιμέτωποι, με το ίδιο όπλο: τα λόγια του Σοφοκλή στη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα. Οι λέξεις, σα βέλη που έφευγαν από το ιερό τόξο του Ηρακλή (το αντικείμενο-διακύβευμα του έργου) άλωσαν Τροία και Επίδαυρο. Συγκινηθήκαμε και χαμογελάσαμε, όπως θα έκαναν οι θεοί παρακολουθώντας τους. Ικανοποιηθήκαμε με τη λύση, λες κι ήμαστε Αχαιοί. Συχνά, στις γήινες αντιπαραθέσεις, τα πράγματα είναι πολύ απλά, μα συγχρόνως μαγικά. Σκέψη που βρίσκει απόλυτη εφαρμογή σε επιτυχημένες θεατρικές παραστάσεις.
Απλώς, δε ξέρω ακόμη, αν στην Αργολίδα συνάντησα τρία μυθικά πρόσωπα ή τρεις μυθικούς ηθοποιούς.