Το μυαλό μου στήνει ένα παραμύθι τη μέρα. Αρχή, μέση, τέλος. Και μετά διανομή, κοστούμια, σκηνικά, σκηνοθεσία κτλ. Όχι βλακείες, ψευτιές και εγωιστικά πράγματα. Μόνο μια πραγματικότητα φιλική προς όλους. Όχι λεφτά τσίμα τσίμα, όχι εκμετάλλευση, σχολεία και πανεπιστήμια κομπλέ, χαρά έξω, χαρά μέσα, χαρά στις παρέες, παντού. Δημιουργία, γεμάτες δράσεις, όχι μισοδουλειές, παθιασμένοι άνθρωποι, όχι πόλεμοι, όχι βία, όχι καπιταλισμός, όχι η αφρόκρεμα του αληταριού να λύνει και να δένει.
Απλά πράγματα. Και μιλάμε για ολοκληρωμένο παραμύθι με δεινό στήσιμο. Κρατάει όσο κρατάει ο ύπνος μου. Όταν ξυπνάω, έχω στα χείλη μου το σχήμα του παρατραβηγμένου χαμόγελου, ακριβώς του χαμόγελου που ζωγραφίζαμε στις ζωγραφιές, που οι άκρες του έφταναν μέχρι τα αυτιά.
Διάβαζα το πρωί τα της 4ης Αυγούστου, προσπερνάω τον Μεταξά και πέφτω πάνω στο θάνατο του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Το μακρινό έτος 1875.
Ο Ν. στην κατασκήνωση, πριν 5 μέρες, έγραψε ένα παραμύθι που έγινε παράσταση. Και ποιος έπαιζε, λατρεία μου; τον ρωτώ.
Ένα κορίτσι και ένα αγόρι που δεν θα πεθάνουν ποτέ, μου απάντησε.
Μουγκάθηκα.
ΥΓ Ο Χανς ήταν ένα περίεργο παιδί με εξαιρετική φαντασία. Ήταν δεκατεσσάρων χρονών, όταν, κυνηγώντας μια καλύτερη τύχη, έφθασε στην Κοπεγχάγη, με μόνη του περιουσία 30 φράγκα με σκοπό να γίνει ηθοποιός. Έδωσε εξετάσεις στη Βασιλική Σχολή θεάτρου, αλλά ήταν τόσο άσχημος και αδύνατος, που δεν τον δέχτηκαν.
Χρύσα Φωτοπούλου