Συνελήφθην Αύγουστο κατά τα λεγόμενα γονέων και λοιπών κηδεμόνων, οπότε ως άλλος Γιάρομιλ και γω, με το My year is a day των Les irresistibles να ηχεί στα αυτιά μου, παίρνω ανάσα και κάνω μακροβούτι στις αναμνήσεις:
μπάνια διπλά πρωί - απόγευμα, παγωτό, κακάδι από πληγές στα γόνατα, πλάτη μαυρισμένη, μύτη με πανάδες, μαλλιά που ξανθαίνουν, αλλαξιές μαγιό, ποδήλατο με βοηθητικές και μετά χωρίς,
ο μπαμπάς λείπει ταξίδι για δουλειές, η μαμά με τον μπαμπά στο καράβι, η μάσκα του παππού μου, τα μαστιχόδεντρα, τα κρύα νερά της Αυλωνιάς, τα ρεύματα της Αποθύκας, η αδερφή μου ο αντάρτης σκαρφαλωμένη στον πιο ψηλό βράχο ή κρυμμένη στην πιο απίθανη τρύπα, ένα παλιό Suzuki swift κόκκινο χιλιάρι, Αλεξίου στα ηχεία, Έλενα Ναθαναήλ και «εκείνο το καλοκαίρι» στην τηλεόραση,
το πρώτο φιλί με αγόρι (κάτω από το νερό να μη μας δουν θείοι, γονείς, παππούδες), σουβλάκια, κρυφτοκυνηγητό και ξαφνικά και πιο νωρίς απ' τα κανονικά, λίγο αίμα στο εσώρουχο
ραγδαία όλα σταματούν, δίνουν τη θέση τους στα επόμενα:
η Χίος ντύνεται Πορτο Ράφτη κι από τρίμηνη-περιπέτεια-δέκα-ώρες-μακριά-απ'την-Αθήνα μετατρέπεται σε εξοχικό-κοντά-στην-πόλη,
το μπάνιο είναι ένα την ημέρα πια, το παγωτό έχει γίνει αναψυκτικό, κακάδια από πληγές ούτε κατά διάνοια (μεγαλώνουμε, εσωτερικεύονται οι πληγές), μαύρισμα έτσι κι έτσι, η μύτη ακόμα με πανάδες, τα μαλλιά ακόμα να ξανθαίνουν, τα μαγιό εκπίπτουν στον ενικό αριθμό και αυτό το ένα ακολουθεί την τελευταία τάση της εφηβικής μόδας,
ποδήλατο τέλος -πεζή και αργοπερπατούσα λες και με βαραίνει η ζώνη της Ιππολύτης,
ο μπαμπάς λείπει ακόμα σε ταξίδι για δουλειές (ένα καλοκαίρι πάμε και εμείς στις «δουλειές-καράβι», δύο και μισούς μήνες ταξίδι στον ανατολικό κόσμο: Μαλαίσια, Ινδονησία, Σαουδική Αραβία, Κορέα, Ιαπωνία, Περσία, Σιγκαπούρη στο καράβι μαθαίνω πώς βγάζεις στίγμα στο χάρτη και πώς δουλεύουν το ραντάρ κι ο εξάντας, συγχώρα με μπαμπά που τίποτα δε συγκράτησα και εχω χάσει πολλές φορές το δρόμο από τότες),
στο Πορτο Ράφτη το λοιπόν, μαζί με τη μαμά που δεν πάει πια στον μπαμπά, χωρίς τη μάσκα του παππού,
μου λείπουν τα μαστιχόδεντρα, η Αυλωνιά και η Αποθύκα,
μου λείπει που η αδερφή μου δεν είναι πια αντάρτης και καταβάθως δε θέλω που έγινα εγώ αντάρτης στη θέση της,
πήρε πόδι και το κόκκινο το χιλιαράκι το swift, μεγάλωσε κι αυτό, πρασίνησε σαν και μένα απ' το κακό του που μεγαλώνει και δε θέλει,
η Αλεξίου, σε μια προσπάθεια απογαλακτισμού κι ενδοοικογενειακής αντίστασης, αντικαθίσταται από το Χατζιδάκι (σαφώς και απέτυχε ο απογαλακτισμός), το «Εκείνο το καλοκαίρι» μένει (εκθαμβωτικό και ετοιμοθάνατο όσο και η ηρωίδα του),
τα αγόρια δεν τα φιλάω γιατί σιχαινόμαι τα σπυράκια και τις μεταιχμιακές φωνές, το σουβλάκι έγινε μπέργκερ
και πλέον κρυφτοκυνηγητό παίζω μόνο με την παιδική μου ηλικία που με αποχαιρετά και με την εφηβική που καθόλου έτοιμη δε με λες να την υποδεχτώ-
κάνω πως δεν τη βλέπω και γω την κυρία Εφηβεία, πως ούτε που κατάλαβα ότι ήρθε,
την ξεπετάω με τσιγάρο από τα 14, με οικόσιτο θυμό και βαθιά οργή για τα εγκόσμια, με μια θρασύτατη δήλωση στη μάνα μου πως θέλω να γίνω σαν την Τερέζα Δαμαλά (παίρνω για αντάλλαγμα ένα ηχηρό χαστούκι, τίποτα δεν κατάλαβα, ακόμα η Δαμαλά θέλω να γίνω),
με μια κρυφή ανάγνωση του Μεγάλου Ανατολικού στα 15 και μια άμεση, πρωτολειακή εφαρμογή του το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς (πάλι αίμα),
με τόνους βιβλία και λίτρα εφηβικής εξυπνάδας, κόβω τα μπάνια κι αρχίζω γραφή και ανάγνωση των Καββαδία, Αναγνωστάκη, Καβάφη, Εγγονόπουλου, Λειβαδίτη και Σεφέρη, με Frank Zappa, Beatles, Captain BeefHeart, Velvet Underground στα ακουστικά,
κοντοζυγώνω τα 18 και ρίχνω τους Ιουνίους μου στη φιλοσοφία-για-αρχάριους, τους Ιουλίους μου στα θερινά σινεμά του Κακογιάννη, του Παζολίνι και του Αντονιόνι (πάντα στο σπίτι, στα κρυφά, βλέπω κινούμενα σχέδια) και τους Αυγούστους μου στα πανσέληνα ερωτήματα του «τι θα την κάνεις τη ζωή σου έτσι που έχεις δυσανεξία στα ανώτατα πανεπιστήμια;»
και αποφασίζω να ξαναρχίσω με μεγαλύτερη προσήλωση και ενάργεια την εφαρμογή των διδαχών του θείου Ανδρέα και του Μεγάλου Ανατολικού του
αυτή η εφαρμογή καλά κρατεί εδώ και εννέα χρόνια, με τα πάνω της και τα κάτω της, με έρωτες Ιούνιους που με καταπράυναν, με έρωτες Ιούλιους που με κατακρεούργησαν, με έρωτες Αύγουστους που με ακινητοποίησαν και με αγάπες ισημερίες που με μεγάλωσαν,
έμαθα να πηδάω από ψηλά στα θερινά ηλιοστάσια, να κουβαλάω τα τακούνια μου με στυλ στα μεθύσια του Ιούλη, να ξεφλουδίζω το δέρμα μου στην αυγουστιάτικη απόσβεση,
να διαχωρίζω τις εξ αίματος απ' τις εκλεκτικές συγγένειες κι έτσι, εκτός από μαμά, μπαμπά και αδερφή, τώρα έχω και τη θεία Πίνα, το θείο Ζωρζ, το θείο Ανρί, το θείο Ανδρέα, το θείο Χούλιο τον κουτσό, το θείο Βύρωνα τον υποτιμημένο, το θείο Σαλβαντόρ, το θείο Έγκον και άλλους πολλούς
έμαθα να πιστεύω στο σώμα το άφυλον, το καίριον, το ζωοποιόν, το εκ της Ηδονής εκπορευόμενον,
να εκτιμώ τη θάλασσα για τη σιωπή και τη βαθύνοιά της κι όχι μόνο για τα θορυβώδη παράλια και τα δροσερά ρηχά νερά της
και τόσα άλλα έμπλεα αδίστακτης ομορφιάς, μα τελευταίο και πρωθύστερο όλων ότι
το καλοκαίρι μου δεν το θέλω καλοκαίρι, αλλά θέρος
γιατί, όπως έλεγε κι ο θείος Ανδρέας,
όποια και να είναι η εποχή ο πόθος είναι πάντα θέρος.
Αύγουστος ξανά, επιστρέφω στην επιφάνεια, συλλαμβάνομαι εκ νέου, ανάσα και βουτιά.
*Η Ηλέκτρα Ελληνικιώτη είναι ηθοποιός και σκηνοθέτης. Σπούδασε υποκριτική στη Σχολή Θεοδοσιάδη και αποφοίτησε με άριστα. Διδάχτηκε την τεχνική των Οπτικών Γωνιών και τη μέθοδο του Tadeshi Suzuki δίπλα στην Ανν Μπόγκαρτ και το SITI Company στη Νέα Υόρκη. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια των Νικίτα Μιλιβόγιεβιτς, Κριστόφ Βαρλικόφσκι, Ατσούσι Τακενούτσι και άλλων. Είναι η σταθερή δύναμη στις παραγωγές της Bijoux de Kant και το μικρό κορίτσι που δέχεται συνεχώς χαρακτηρισμούς υψηλής ευκρίνειας όπως: ανερχόμενη, ταλαντούχα, εξαιρετική, έξυπνη, διεισδυτική κ.α
*Η φωτογραφία είναι ένα κολάζ που έφτιαξε πέρσι, στην Ιθάκη. Απεικονίζεται το ηλιοβασίλεμα από το λιμάνι, στο Βαθύ.
Χ.Φ
13/8/2014