Bερολίνο.
Οκτώβριος 2005. Ξυπνάει νωρίς. Από τα παράθυρά μας, που είναι
απέναντι και μοιράζονται τον ίδιο ακάλυπτο, την παρατηρώ. Κάθεται στο
τραπεζάκι με τη λάμπα, πάλι μεταφράζει, μανιωδώς, James Joyce. Ύστερα
σηκώνεται, κάνει μια μικρή στροφή και χορεύει valse. Η πρωινή της
γυμναστική.
Συναντιόμαστε μετά από αρκετή ώρα στην τραπεζαρία, μπροστά στο τζάκι.
Πίνει μόνο πράσινο τσάι. Πάλι διαβάζει. Αστροφυσική. Στο ραδιόφωνο τραγουδάει ο Vico Torriani ''Βella, Bella Donna''.
Η Ρούλα Πατεράκη σιγοτραγουδάει. Της έχω υποσχεθεί, η πρωινή μας βόλτα να ξεκινήσει
με μια μικρή ξενάγηση στο Friedhof der Gemeinden Dorotheenstadt und
Friedrichswerder, απέναντι από το σπίτι του Bertolt Brecht.
Αρχίζει να ψιχαλίζει. Δεν έχουμε πάρει μαζί μας ομπρέλλα. Καθόμαστε κάτω
από τα κλαδιά μιας βελανιδιάς. Μετά από λίγο, φτάνουμε στον τάφο του
Bertolt Brecht και της συζύγου του, ηθοποιού Helene Weigel- Brecht . Η
Πατεράκη στέκεται βουρκωμένη και σιωπηλή. Ύστερα αρχίζει να ψιθυρίζει
Oh les beaux jours, μια ακατάλυπτη προσευχή στα ελληνικά στα
αγγλικά και στα γαλλικά κι ανάμεσα γερμανικές νότες από την ''Εύθυμη
χήρα'' του Lehar.
Προσκυνάει τους δυο βράχους, που υποκαθιστούν οποιαδήποτε μορφή εσταυρωμένου και σταυρού, ανάστασης και μετά θάνατον ζωής. Απαθανατίζω κρυμμένος πίσω από τον τάφο του Hans Eisler, με μια φωτογραφική, τη σκηνή.
Το βράδυ μετά τις βερολινέζικες παραστάσεις, μου παραδίδει άλλο ένα ιδιαίτερο μάθημα συστηματοποιημένης υποκριτικής. ‘Υστερα κρατάει κάτι σημειώσεις. Πρέπει να τελειοποιηθεί, με λέξεις, άλλη μια υποκριτική άσκηση.
Μου ακούγονται γιαπωνέζικα. Είναι. Με τον τρόπο του Zeami Motokiyo, του μεγάλου θεωρητικού του γιαπωνέζικου θεάτρου και ηθοποιού του 14ου αιώνα.
Επιστρέφω στο δωμάτιο μου. Ανοίγω το lap top. Βάζω μουσική. Στο repeat. ''La
paloma''. Αρχίζω να γράφω.
Καταγωγή από την Ανώπολη Σφακίων Κρήτης και την Σμύρνη. Γεννιέται όμως
στην Θεσσαλονίκη.
Σε ηλικία 14 χρόνων τελειώνει τη δραματική σχολή, μετά από επιθυμία των
γονιών της. 13 χρονών έχει ήδη παίξει ''Δεσποινίδα Τζούλια'' του
Strindberg.
18 χρονών γεννάει τον γιο της, Κώστα. Στα 19 χωρίζει. Στα 21 τελειώνει την
Αγγλική Φιλολογία. Στα 22 σκηνοθετεί το πρώτο της έργο.
1978. Tην βλέπει ο Κάρολος Κουν, να σκηνοθετεί σε ένα «Παρασκήνιο» της
Σούλας Αλεξανδροπούλου, το μονόπρακτο του Tennessee Williams « Δεν μπορώ να
φανταστώ το αύριο» στο θέατρο της «Άδωνι» στη Θεσσαλονίκη. Της τηλεφωνεί.
Θέλει να την γνωρίσει. Την συναντάει μετά από μερικές μέρες στο σπίτι του
στην οδό Λυκαβηττού στο Κολωνάκι. Της ανοίγει την πόρτα και ορμάει απάνω της ο
σκύλος του, Ξανθίας. Καθ’ όλη τη διάρκεια της συνάντησης τους, ο Κουν
απομακρύνει τον Ξανθία, πετώντας του μακρυά τα φιρίκια που την κερνάει.
«Το μέλλον του Ελληνικού Θεάτρου, ανήκει σε μια γυναίκα λοιπόν.» φαντάζομαι
να της λέει. Της χαμογελάει.
1984. Ανακοινώνει την πρεμιέρα της ''Έντα Γκάμπλερ'' του Ίψεν στην Αθήνα.
Πάσχει από νευρική ανορεξία. Είναι 44 κιλά. Μετά από μήνες
ανακοινώνει και η Τζένη Καρέζη την δική της Έντα Γκάμπλερ.
Ανεβαίνουν στην Αθήνα με διαφορά μιας εβδόμαδας.
Μπαίνει πρώτη στην Αθηναϊκή Αρένα η Ρούλα Πατεράκη. Η ηθοποιός και σκηνοθέτις του Βορρά. Επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη. Στα διαλείματα κατεβαίνει στην Αθήνα. Της
επιβάλλει συνεδρίες μαζί του ο Γιώργος Χειμωνάς. Μιλάνε μόνο για το Θέατρο. Μετά από λίγο καιρό εκείνη εγκαταλείπει το σχέδιο .Συνεδρίες με τον Χειμωνά. Μόλις έχει αρχίσει η εξερεύνηση της έννοιας Αυτοκτονία.
18 Mαίου 1986. Αυτοκτονεί την ημέρα των γενεθλίων του ο ηθοποιός Νίκος Σκυλοδήμος. Τον βρίσκει κρεμασμένο στο πατρικό του σπίτι η μητέρα του. Σε μερικές μέρες θα ήταν η «Αντιγόνη», σε διδασκαλία στα αρχαία ελληνικά του Σπύρου Βραχωρίτη. Στην κηδεία του, στον Κόκκινο Μύλο, η Πατεράκη κρατάει ένα μπουκέτο ολόλευκα κρίνα. Δεν ξέρει τί να τα κάνει.
1987. Εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα. Την παίρνει από το χέρι η Μπέτυ Αρβανίτη.
«Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα φον Καντ» Fassbinder. Ο Μινωτής την
δεύτερη φορά που παρακολουθεί την παράσταση της προτείνει να τον
σκηνοθετήσει στον Minetti του Thomas Bernhardt. Του λέει πως
σκέφτεται να εγκαταλείψει το θέατρο.
1989. ''Ευτυχισμένες μέρες''του Samuel Beckett στο Κολλέγιο Αθηνών και στο αρχαίο Ωδείο της Πάτρας. H Αθήνα παραληρεί. Ύστερα δεύτερη εκδοχή. Η «Λευκή Παράσταση» στο ιστορικό Athenaeum στην Αμερικής.
***
1992: «Θέλω να με μάθεις να παίζω σαν εσένα Ρούλα Πατεράκη.» Της τηλεφωνεί με ορμή 18 χρονου κοριτσιού η Αλίκη Βουγιουκλάκη.
Αρχίζει μια ιστορική σχέση αλληλοσεβασμού και διδασκαλικής αγάπης. Οι φίλοι της Πατεράκη, της κόβουν την καλημέρα. Το Θέατρο «Αλίκη» αρχίζει να γεμίζει πάλι με λίστες αναμονής. «Ωραία μου κυρία» και «Μελωδία της Ευτυχίας» σε σκηνοθεσία Ρούλας Πατεράκη. Στο καμαρίνι με τους καθρέφτες της οδού Αμερικής, η Αλίκη της εξομολογείται ότι έχει βαρεθεί τα μεγάλης χωρητικότητας θέατρα. Της έχει πάρει μέσα από τα χέρια, τα δικαιώματα για το μιούζικαλ «Sunset Boulevard», η Σμαρούλα Γιούλη. Της έχουν κλέψει τον τελευταίο μεγάλο ρόλο της ζωής της. Θέλει να αγοράσει ένα θέατρο 150 θέσεων, στου Ψυρρή. Να κάνει εκεί την νέα της θεατρική πιάτσα. Η Αλίκη της προτείνει 3 έργα. «Κουκλόσπιτο», «Μαρία Στιούαρτ»(για να παίξουν μαζί) και «Μικρές Αλεπούδες».
Καταρρέει μετά από μερικούς μήνες στη Θεσσαλονίκη. Η πρώτη που μαθαίνει όλη την αλήθεια από το γιατρό που της συστήνει είναι η Πατεράκη. Τελευταίο πλάνο Βουγιουκλάκη-Πατεράκη στο Ιατρικό Κέντρο Αθηνών.
Αρχές Ιουλίου του 1996. Η Αλίκη της έχει παραδώσει ήδη, σε μια βόλτα τους στον Εθνικό Κήπο, τη μετάφραση του έργου στο οποίο έχει καταλήξει. Για το νέο θεατρικό της σπίτι. «Μικρές Αλεπούδες»
της Lilian Hellman. «Σε ευχαριστώ Ρουλάκι» της ψιθυρίζει στο αυτί. Η Νότα την ταίζει καρπούζι.
Πρώτη φορά βγάζει η Πατεράκη από τα χέρια της τα περίφημα γάντια. Δεν έχει
δει ποτέ ξανά κανείς τα κατάλευκά της χέρια. Κρατάει τα ακόμα ζεστά χέρια
της Αλίκης. Γυρνώντας για τελευταία φορά το βλέμμα βλέπει δυο τεράστια
δάκρυα μέσα στις κόγχες των ματιών της. Η Αλίκη κλείνει τα μάτια, -τα
χωρίς αυτή τη φορά ζωγραφισμένα με ακριβό eyeliner μάτια- και κυλάνε δυο
καθαρά ποτάμια δάκρυα, πάνω στα χλωμά της μάγουλα. Η Πατεράκη αποχωρεί από
το Ιατρικό Κέντρο χωρίς να μιλήσει σε κανέναν. Μέσα στο ασανσέρ ξεσπάει
πρώτη φορά σε λυγμούς.
***
11 Οκτωβρίου 1998. Ο επικός συγγραφέας, σύζυγος της Πατεράκη για 30χρόνια, Γιάννης Πάνου «εκοιμήθη». Το βράδυ της κοίμησης του Γιάννη Πάνου,κατά τρόπο «κρητικό», τον ξενυχτάει με συντροφιά την οικογένεια και λίγους φίλους στο σπίτι της οδού Ψαρών 92, στο Χαλάνδρι. Αντί για μοιρολόγια, ακούγονται οι αγαπημένοι του δίσκοι . Bach και Requiem. Την επομένη στην Αγία Ειρήνη της Αιόλου, ο Γιώργος Χειμωνάς, βγάζει τον χρυσό του στυλό και τον τοποθετεί μέσα στην τσέπη του σκηνώματος του Γιάννη Πάνου, του «αδελφού» του. Η Πατεράκη καθ’ όλη την διάρκεια της τελετής στέκεται όρθια, κρατώντας στην αγκαλιά της, μια μεγάλανθοδέσμη με κόκκινα τριαντάφυλλα. Το βλέμμα της είναι καρφωμένο στα κλειστά του χείλη. «Γιατί δεν λές τίποτα; Μίλα μου. Πες κάτι» φαντάζομαι του λέει ψιθυριστά, από μέσα της.Την συνοδεύει μέσα στο αυτοκίνητο μέχρι το Α’ νεκροταφείο η Λούλα Αναγνωστάκη. Ένας οδηγός, δυο γυναίκες κι ένα φέρετρο.
2001 . Sarah Kane «4.48 Ψύχωσις». Ξανακερδίζει τους φίλους που έχει χάσει.
Στο σπίτι της στην οδό Σωκράτους 51 στο Χαλάνδρι, ανώνυμα μηνύματα στον
τηλεφωνητή. « Θα πάρεις πολύ κόσμο στο λαιμό σου με αυτή την παράσταση.
Φτου σου!». Εκείνη ψύχραιμη. Ξενυχτάει δίπλα στη φωτογραφία του Γιάννη
Πάνου, τα χιλιάδες της βιβλία. Τις μεταφράσεις της. Τις κούκλες της. Βάζει
τον συναγερμό, προσκυνάει τη φωτογραφία του Γιάννη της, (όπως έκανε η γιαγιά της η Αργυρώ, στην Κρήτη). πέφτει για ύπνο στο κρεβάτι, που έχει βάλει στο νέο του γραφείο. Για αυτήν, δεν είναι ΑΠΩΝ.
Η μόνη απουσία, καταγράφεται στο άδειο διπλό κρεββάτι. Που δεν φιλοξενεί
πια, κανένα από τα δυο σώματα.
16 Ιανουαρίου 2005. Μου την συστήνει η κοινή μας φίλη, Δώρα Στυλιανέση.
Μετά από μερικούς μήνες, η Δώρα της παραδίδει το πρώτο μου έργο.
Ντρέπομαι. Μου τηλεφωνεί πρώτη φορά. Μετά τη Λούλα Αναγνωστάκη που την
έχει συγκλονίσει, και τον Λευτέρη Βογιατζή που τον έχει αφήσει ουδέτερο
και με δεκάδες ερωτηματικά, η Ρούλα Πατεράκη είναι εκστασιασμένη. «Δεν έχω
διαβάσει ποτέ κάτι τέτοιο στα Ελληνικά. Θα έβαζα στοίχημα ότι είναι έργο
κάποιου Γερμανού συγγραφέα. Θέλω να το ανεβάσω. Μου το δίνεις;»
Μάρτιος του 2006. Με φωνάζει στο σπίτι της να μου διαβάσει ένα έργο που
έχει μόλις μεταφράσει. Ο Γιώργος Λούκος της έχει ζητήσει να παρουσιάσει
έναν μονόλογο για το Φεστιβάλ Αθηνών, που μόλις έχει αναλάβει. Στην τέταρτη
σελίδα της ανάγνωσης την σταματάω. «Πλάκα μου κάνεις.» της λέω. Με
κοιτάζει απογοητευμένη. «Φέρε την «Ιστορία των Μεταμορφώσεων» του Γιάννη
Πάνου. Πήγαινε στις σελίδες του «Φιλοσόφου.» της λέω. Αρχίζει να μου
διαβάζει. Αυτό είναι. Είναι σχεδόν έτοιμη.
Έρχεται μετά την έναρξη των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, να την βοηθήσει ο Δημήτρης Παπαϊωάννου.
Πρώτη φορά βλέπω το όνομά μου τυπωμένο στις εφημερίδες. Λέει παντού ότι
για την επιλογή του έργου, ευθύνομαι εγώ. Της ζητάω ευγενικά, να σταματήσει
να το κάνει, στις συνεντεύξεις που δίνει. Κάποιο φίλοι μου έχουν ενοχληθεί.
«Δεν θα μου απαγορεύσει κανείς να λέω την αλήθεια, Μάνο.» Κερδίζει το πρώτο
της βραβείο «Κάρολος Κουν» για την ερμηνεία της στον «Φιλόσοφο» του Γιάννη
Πάνου.
Μετά από μερικές μέρες, της τηλεφωνώ από τη Βενετία.
«Σου έστειλε ανθοδέσμη το Φεστιβάλ Αθηνών;» τη ρωτάω. Αλλάζει θέμα
συζήτησης. Με ρωτάει αν βρήκα την κούκλα που μου είχε παραγγείλει στην Αθήνα.
Επιστρέφω στην αρχή του κειμένου. Εκεί που γράφω «γεννιέται όμως στη
Θεσσαλονίκη». Συμπληρώνω.
Αρχές της δεκαετίας του ’50 η οικογένεια Πατεράκη βρίσκεται εγκατεστημένη στην Ηλιουπόλη. Στην οδό Βίτσι 21. Η Ρούλα Πατεράκη, σπάει κατά λάθος, το κεφάλι της πορσελάνινης κούκλας της νεογέννητης αδερφής της Μίνας. Μετά από δυο μέρες, οι γονείς επιστρέφουν συγκολλήμενο το κεφάλι από το «Νοσοκομείο κούκλας» όπως της λένε.
Είναι αποκρουστικό. »
Δεν έχω δει ποτέ της πως δουλεύει στην πρόβα. Το Νοέμβριο του 2008
ανακοινώνει ότι θα ανεβάσει, όπως είναι, με όλους τους ηθοποιούς το έργο
μου «Puerto Grande». Δεν έχει μια. Παίρνει δάνειο από την τράπεζα. (Έχει
προηγηθεί 2 χρόνια πριν, η ανάγνωση από την ίδια, στο πρώτο αναλόγιο της
Σίσσυς Παπαθανασίου. Το προτείνει η ίδια, στη Σίσσυ Παπαθανασίου, η οποία το
ενσωματώνει αμέσως παρά τις τελικές της αποφάσεις. Πρώτο τη αναγνώσει.
Γίνεται χαμός. Αναγιγνώσκεται δυο φορές από την Πατεράκη. Δεν χωράει ο
κόσμος με μια φορά στο θέατρο Άλεκτον.)
Μου επιβάλλει να παρίσταμαι στις πρόβες καθημερινώς. Δεν μπορώ να ξυπνήσω.
Κάποιες φορές δεν αρχίζει την πρόβα αν δεν κατέβω στο υπόγειο της
Κομαντατούρ στην πλατεία Κοραή. Μάρτυρας ενός νέου Θεάτρου. Διαφορετικός
κώδικας υποκριτικής και σκηνοθεσίας από τον Βογιατζή. Κοινός τόπος η
εμμονή στην εξερεύνηση της εκφοράς του νοήματος της λέξης. Εδώ, με έναν
δικό της τρόπο, συστηματοποιημένη με μαθηματικό τρόπο, η υποκριτική. Παίζει
όλους τους ρόλους. «Κάτσε κάτω και βλέπε» λέει σε έναν έναν τους
ηθοποιούς. «Τασία, σημείωνε τις κινήσεις. Μπέτυ το κάνω σωστά;» Παίζει
απέξω όλους τους ρόλους. Ξέρει όλες τις κινήσεις. Εγώ με το στόμα ανοικτό.
Σε κάποιο διάλειμα, της λέω πως είναι αδύνατον αυτό που κάνει με όλους
τους ρόλους στη σκηνή, να βγει από άλλους ηθοποιούς. Αυτή ΕΙΝΑΙ το έργο, οι
άλλοι προσπαθούν να μιμηθούν ΑΥΤΗΝ, που ΕΙΝΑΙ το έργο. Άρα με τους
ηθοποιούς ΔΕΝ είναι το έργο. «Εσύ είσαι συγγραφέας. Δεν ξέρεις τι έχεις
γράψει. Δεν είσαι σκηνοθέτης.» μου λέει.
Βγαίνω από τις τελευταίες πρόβες με 3 λέξεις κολλημένες στο κεφάλι:
αστροφυσική της υποκριτικής.
Επισκεπτόμαστε Μεγάλη Παρασκευή πρώτη φορά μαζί τον τάφο του Γιάννη Πάνου
στο Α’ Νεκροταφείο. «Οικογενειακός τάφος Ρούλας Πατεράκη.» Μου ζητάει
ευγενικά κάποια στιγμή να αποχωρήσω. Την παρατηρώ κρυμμένος πίσω από τον
τάφο της Παξινού και του Μινωτή. Σκαρφαλώνει πάνω στο μνήμα και παίρνει
στάση εμβρυακή πάνω από την πλάκα που «κοιμάται» ο άντρας της Γιάννης
Πάνου. Την φιλάει. Μετά από λίγο την παίρνει ο ύπνος.
Πρεμιέρα. Με στήνουν στον τοίχο και με πυροβολούν. Μπροστά της με
θεοποιούν. Στρίβοντας από τη γωνία, με έχουν ήδη θάψει. Παίρνω πολύ
συγκινητικά μηνύματα στο facebook. Με βάζει να παρακολουθώ κάθε παράσταση.
Κρύβομαι πίσω από πόρτες. Φεύγω μετά τρέχοντας. Δεν θέλω να ακούω κανέναν.
Μόνο εγώ ξέρω τι κρύβεται πίσω από τις λέξεις. Το σκάω κρυφά στο Βερολίνο.
Στο Αθηνόραμα, κάποιοι «μάγκες» καταγράφουν για την ιστορία, ότι μου ανέβασε
το έργο, επειδή της κάνω τσάμπα το τραπέζι στον «Κατσούρμπο.» Λένε ψέμματα.
Φέρνει πάντα κόσμο και πάντα πληρώνει. Αν της κρατήσω λίγα χρήματα- γιατί
ξέρω πως δεν έχει χρήματα- κάνει να μου μιλήσει μερικές μέρες. Κι άλλα
χυδαία μηνύματα στο Αθηνόραμα. Που τα επιτρέπει και το αθηνόραμα αλλά και
εμείς. Τηλεφωνώ από το Βερολίνο στην Τασία, την βοηθό της, εκνευρισμένος.
«Να μην μου ξανατηλεφωνήσει κανείς.» Ουρλιάζω.
Αρχές Οκτωβρίου μου ανακοινώνεται μέσω facebook από την Ειρήνη Μουντράκη
ότι είμαι υποψήφιος για το βραβείο «Κάρολος Κουν». Είναι υποψήφια και η
Ρούλα Πατεράκη. Μου ζητάει υλικό από την παράσταση. Της λέω πως δεν έχω
στην κατοχή μου, κι ούτε μιλάω με την κυρία Πατεράκη για να το ζητήσω εγώ.
Δίνω το τηλέφωνο της Τασίας.
Δεκέμβριος 2009. Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Δεν παρευρίσκομαι στην τελετή
απονομής. Σε περίπτωση βράβευσής μου, έχω δώσει να αναγνωστεί μια
εσώκλειστη επιστολή από την Σίσσυ Παπαθανασίου. Η Ρούλα Πατεράκη κερδίζει
το βραβείο «Κάρολος Κουν» για την σκηνοθεσία του έργου μου «Puerto
Grande». Εγώ όχι. Μου τηλεφωνούν μετά την τελετή. Έχει ευχαριστήσει
δημόσια όλους, πλην εμού. Ταράζομαι. Μετά από μια μέρα, παίρνω μολύβι και χαρτί.
Επειδή ενδεχομένως να σου μιλήσουν οι φίλοι σου, για αλαζονική μεταβολή της συμπεριφοράς του φίλου σου Μάνου- κι ίσως τέτοια να είναι η μοίρα και η τραγικότητα όσων αγάπησαν και αγαπήθηκαν με απόλυτη συνειδητοποίηση κι όσων φρόντισαν αυτή την
αγάπη να την καταχραστούν, θα ήθελα να σε συγχαρώ με θαυμασμό και
πνεύμα αντιπολεμικό για το βραβείο Κάρολος Κουν, που σου εμπιστεύτηκαν και να σε ευχαριστήσω για την προσοχή, την αγάπη και την εμπιστοσύνη που μου χάρισες, πριν και μετά το Puerto Grande.
Μετά από 3 μέρες, μόλις παραλαμβάνει την επιστολή, μου τηλεφωνεί.
-Σε ευχαριστώ πολύ, Μάνο, μου λέει.
-Ρούλα, πρέπει να σε δω. Σου έχω φέρει ένα καινούργιο βιβλίο
Αστροφυσικής και μια παλιά κούκλα από το Βερολίνο. Της λέω.
ΜΑΝΟΣ ΛΑΜΠΡΑΚΗΣ